αουκούβα

αουκούβα
(aucuba). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κορνιδών ή κρανιδών, με τρία είδη. Είναι φυτά της Άπω Ανατολής και της δυτικής Κίνας. Πρόκειται για αειθαλείς θάμνους, με φύλλα αντίθετα, πλατιά, γυαλιστερά, πολλές φορές στικτά με χλωρωτικές κηλίδες, ακέραια ή αραιά πριονωτά και οδοντωτά. Τα άνθη τους είναι μικρά και κόκκινα και έχουν στεφάνη με τέσσερα πέταλα. Ο καρπός τους είναι μία ρώγα κόκκινη και σπάνια άσπρη ή κίτρινη. Τα καλλωπιστικά αυτά φυτά καλλιεργούνται σε δημόσιους κήπους και πάρκα. Ευδοκιμούν επίσης και σε γλάστρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”